Τι είναι ο δανειστής έσχατης ανάγκης;
26 Αυγούστου 2019
Ο δανειστής έσχατης ανάγκης είναι αυτός στον οποίο στρέφεστε όταν χρειάζεστε επειγόντως κεφάλαια και έχετε εξαντλήσει όλες τις άλλες επιλογές σας. Οι τράπεζες στρέφονται συνήθως στον δανειστή έσχατης ανάγκης όταν δεν μπορούν να αντλήσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για τις καθημερινές τους εργασίες. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιόδους χρηματοπιστωτικής αναταραχής όταν οι τράπεζες διστάζουν να χορηγήσουν κεφάλαια σε άλλες τράπεζες και πολλοί πελάτες μπορεί ξαφνικά να θέλουν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τον τραπεζικό τους λογαριασμό.
Σε τέτοιες περιπτώσεις οι κεντρικές τράπεζες ενεργούν ως δανειστές έσχατης ανάγκης. Ο ρόλος αυτός ανήκει κατά παράδοση στις κεντρικές τράπεζες επειδή αυτές έχουν πρωτίστως την ευθύνη να διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προστατεύουν έτσι τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν όταν οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Ποιος είναι ο δανειστής έσχατης ανάγκης στη ζώνη του ευρώ;
Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ έχουν αναλάβει από κοινού αυτόν τον ρόλο.
Ποιος είναι ο ρόλος των εθνικών κεντρικών τραπεζών;
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ παρέχουν το τελευταίο δίχτυ ασφαλείας στις τράπεζες που δεν μπορούν να αντλήσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται από άλλες πηγές. Αυτό το δίχτυ ασφαλείας ονομάζεται έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance – ELA). Στη ζώνη του ευρώ, τα δάνεια έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα παρέχονται από την εθνική κεντρική τράπεζα της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η τράπεζα που αντιμετωπίζει προβλήματα. Η εθνική κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει επίσης το κόστος και τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν.
Ποιος είναι ο ρόλος της ΕΚΤ;
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι υπεύθυνες για την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα, αλλά οι δραστηριότητές τους ως δανειστές έσχατης ανάγκης ελέγχονται και παρακολουθούνται από την ΕΚΤ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να περιορίσει την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα ή να διατυπώσει αντίρρηση ως προς αυτή, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο τρίτων των μελών του. Ωστόσο, μπορεί να διατυπώσει αντίρρηση μόνο αν θεωρεί ότι η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα παρακωλύει την άσκηση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ ή τους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος.
Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες με οικονομικές δυσχέρειες θα διασώζονται πάντοτε, ό,τι και αν συμβεί;
Όχι, η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα δεν λειτουργεί έτσι. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η τράπεζα θα λάβει έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα από την οικεία εθνική κεντρική τράπεζα. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες και πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα είναι μόνο για τράπεζες που είναι φερέγγυες
Για να έχουν δικαίωμα σε αυτήν την ενίσχυση, οι τράπεζες πρέπει να είναι φερέγγυες, έστω και αν αντιμετωπίζουν έλλειψη ρευστότητας. Μια τράπεζα αντιμετωπίζει έλλειψη ρευστότητας όταν μπορεί να δυσκολεύεται να αποπληρώσει όλους τους καταθέτες της την τρέχουσα στιγμή. Θεωρείται όμως φερέγγυα όταν μπορεί να το πράξει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Μια τράπεζα μπορεί να παρουσιάσει έλλειψη ρευστότητας ενώ παραμένει φερέγγυα επειδή τα κεφάλαιά της είναι δεσμευμένα σε μακροπρόθεσμα δάνεια προς τους πελάτες της.
Η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα είναι μόνο προσωρινή
Όπως υποδηλώνουν οι ίδιες οι λέξεις, είναι για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και χορηγείται μόνο για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων. Μόλις η κατάσταση εξομαλυνθεί, η ενίσχυση αυτή διακόπτεται και τα δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν.
Η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα έχει κάποιο κόστος
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αποδέχονται εξασφαλίσεις χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με αυτές που παρέχονται για μη έκτακτες χρηματοδοτήσεις. Επειδή οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες αυξάνονται, εφαρμόζουν στις εξασφαλίσεις περικοπές αποτίμησης και επιβάλλουν υψηλότερο επιτόκιο στις τράπεζες.
Οι κεντρικές τράπεζες γνωρίζουν ότι οι τράπεζες μπορεί να μπουν στον πειρασμό να αναλάβουν περισσότερους ή μεγαλύτερους κινδύνους αν είναι σίγουρες ότι κάποιος θα τις σώσει αν δεν μπορέσουν να αποπληρώσουν το χρέος τους. Αυτό ονομάζεται ηθικός κίνδυνος. Η συνεπής εφαρμογή των κανόνων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποτρέπει την εμφάνιση ηθικού κινδύνου.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό για τις τράπεζες να έχουν έναν δανειστή έσχατης ανάγκης;
Αν μια τράπεζα, έστω και αν είναι φερέγγυα, δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις των πελατών και των δανειοδοτών της βραχυπρόθεσμα, οι πελάτες της μπορεί να φοβηθούν για την ασφάλεια των χρημάτων τους, με αποτέλεσμα να αποσύρουν μαζικά τα χρήματά τους. Η τράπεζα θα μπορούσε να πτωχεύσει. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει ευρύτερες συνέπειες.
- Κάποιοι θα μπορούσαν να μείνουν άνεργοι. Όταν μια τράπεζα πτωχεύει, η χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις σταματά απότομα. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα δυσκολεύονταν να καταβάλουν μισθούς ή να αγοράσουν πρώτες ύλες και θα αγωνίζονταν να παραμείνουν σε λειτουργία.
- Οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να μεταδοθούν. Λόγω της διασύνδεσης των τραπεζών, τα προβλήματα μιας τράπεζας μπορούν να μεταδοθούν σε άλλες. Πολύ σύντομα δεν θα υπέφεραν μόνο οι πελάτες της τράπεζας που αντιμετωπίζει προβλήματα αλλά και οι πελάτες πολλών άλλων τραπεζών. Οι συνέπειες για τις επιχειρήσεις, τις θέσεις εργασίας και τους αποταμιευτές θα μπορούσαν να ενταθούν και τελικά να επηρεάσουν ολόκληρη την οικονομία. Σε μια τέτοια περίπτωση, πολύ συχνά αυτοί που καλούνται τελικά να καλύψουν την υστέρηση κεφαλαίου είναι οι ίδιοι οι φορολογούμενοι.
Εν συντομία, όταν η κεντρική τράπεζα ενεργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης, μπορεί να αποτρέψει πολλές δυσκολίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Ένα λεπτό! Και αν αυτή που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες είναι μια κυβέρνηση και όχι μια τράπεζα; Παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες έκτακτη χρηματοδότηση και σε κυβερνήσεις;
Όχι. Αυτό απαγορεύεται στη ζώνη του ευρώ. Αν οι κυβερνήσεις ζητούσαν χρηματοδότηση από τις κεντρικές τράπεζες, αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να διατηρεί τις τιμές σταθερές και θα υπονόμευε την ανεξαρτησία της. Γι’ αυτόν τον λόγο η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες τη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων.